Κράσσος

Κράσσος
(Crassus). Επώνυμο οικογένειας πληβείων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λούκιος Λικίνιος (Lucius Licinius, 140 – 91 π.Χ.). Νομομαθής πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά τριττύαρχος (107 π.Χ.), ύπατος (95 π.Χ.) και τιμητής (92 π.Χ.). Λόγω της ευγλωττίας του τοποθετήθηκε ανάμεσα στους μεγαλύτερους ρήτορες της δημοκρατικής Ρώμης, μετά τον Κικέρωνα. Αν και εκδήλωνε μια φανερή περιφρόνηση προς την ελληνική σχολή ρητορικής, δεν δίστασε, όταν έγινε τιμητής (κήνσορας), να επιβάλει την κατάργηση των κέντρων διδασκαλίας της λατινικής ρητορικής, που είχαν ιδρυθεί πρόσφατα στη Ρώμη, για να ευνοήσει την ανάπτυξη των ελληνικών σχολών. Πέθανε ύστερα από μια αγόρευση στη Σύγκλητο. Στο έργο του Περί ρήτορος (De oratore) ο Κικέρων εξαίρει την προσωπικότητα και το ταλέντο του Κ. 2. Μάρκος Λικίνιος (Marcus Licinius, 114 – 53 π.Χ.). Πολιτικός. Απέκτησε την προσωνυμία dives (= πλούσιος) χάρη στην παροιμιώδη περιουσία του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Μάριου και Σύλλα κατέφυγε στην Ισπανία. Όταν επέστρεψε στην Ιταλία με τον τελευταίο, τον υποστήριξε αποτελεσματικά μέχρι τη νίκη του, αλλά απομακρύνθηκε από την εξουσία προς όφελος του Πομπήιου, λόγω της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας του. Ως στρατηγός κατέπνιξε την επανάσταση του Σπάρτακου το 72 π.Χ. και έπειτα από δύο χρόνια μοιράστηκε την υπατεία με τον Πομπήιο. Τιμητής το 65 π.Χ., έλαβε μέρος στη συνωμοσία του Κατιλίνα. Ο πλούτος τού επέτρεψε να ενισχύσει πολύ την υπόθεση του Καίσαρα και να συμπράξει στην πρώτη τριανδρία με τον Καίσαρα και τον Πομπήιο, το 60 π.Χ. Έπειτα από πέντε χρόνια μοιράστηκε ξανά την υπατεία με τον Πομπήιο και κατέλαβε τη θέση του κυβερνήτη της Συρίας. Σκοτώθηκε στη μάχη του Κάρες κατά των Πάρθων, γεγονός που άφησε αντιμέτωπους τον Πομπήιο και τον Καίσαρα. Πρόσωπο που προκάλεσε πολλές υποψίες κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Κ. υπήρξε ωστόσο υπόδειγμα πολιτικού και επιχειρηματία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κράσσος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράσσε — Κράσσος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράσσοι — Κράσσος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράσσον — Κράσσος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράσσου — Κράσσος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράσσους — Κράσσος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράσσων — Κράσσος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράσσῳ — Κράσσος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”